- στέγη
- Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος.
Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή σιδερένιες δοκούς ή από οπλισμένο σκυρόδεμα, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ώστε να συγκρατούν την πλάκα, η οποία κατασκευάζεται από σανίδες, από μικρά τόξα από ειδικά τούβλα ή από ένα στρώμα οπλισμένου σκυροδέματος.
Η επικλινής σ. αποτελείται από ένα ή περισσότερα επίπεδα με κλίση, τόσο μεγαλύτερη όσο πιο άφθονες και συχνές είναι οι βροχοπτώσεις και οι χιονοπτώσεις στην περιοχή. Στηρίζεται σε απλές δοκούς, πάνω στις οποίες στρώνεται το υλικό της επικάλυψης: κεραμίδια, πλακάκια, και πλάκες αμιαντοτσιμέντου ή πλαστικών υλών. Σήμερα κατασκευάζονται σχεδόν πάντοτε από οπλισμένο σκυρόδεμα πάνω στο οποίο προσκολλάται κατ’ ευθείαν το υλικό επικάλυψης. Ένας ειδικός τύπος επικλινούς σ., που χρησιμοποιείται συχνά για τα βιομηχανικά κτίρια, είναι η λεγόμενη σ. σεντ (shed), αγγλικός όρος που σημαίνει παράπηγμα. Στην πιο απλή μορφή της αποτελείται από μια σειρά ζευκτών τριγωνικού σχήματος, τα οποία στηρίζονται στα άκρα σε τοίχους ή πιο συχνά, σε υποστηλώματα.
Η αψίδα είναι σ. με καμπυλόγραμμη κατακόρυφη διατομή, συνήθως τόξο κύκλου. Η απλούστερη είναι ένας ημικύλινδρος, δηλαδή ένα τόξο που επεκτείνεται κατά την έννοια του μήκους του. Ο τύπος αυτός ήταν γνωστός από την αρχαιότητα.
Ο θόλος στην απλούστερη περίπτωση, έχει σχήμα ημισφαίριου ή και στηρίζεται σε τέσσερα υποστηλώματα, που συνδέονται με τέσσερα τόξα, σε τετραγωνική, επομένως, κάτοψη. Η σύνδεση μεταξύ της επιφάνειας του θόλου, που στο κάτω μέρος είναι κύκλος, και των τεσσάρων αυτών τόξων, πραγματοποιείται με κατάλληλες καμπύλες επιφάνειες, που δεν είναι πάντοτε γεωμετρικά καθορισμένες. Οι θόλοι έχουν επένδυση με πλάκες από μόλυβδο ή χαλκό.
Στέγη του σταδίου Οΐτα Μπιγκ Άϊ, στην Ιαπωνία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, ΝΜΑ, δωρ. και αιολ. τ. στέγα Α1. κάλυμμα τού άνω μέρους οικοδομής ή κατοικίας, το οποίο προστατεύει το εσωτερικό του από τις καιρικές συνθήκες, αλλ. οροφή ή σκεπή (α. «ξύλινη στέγη» β. «ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν», ΚΔγ. «ὑψηλῆς στέγης στῡλον ποδήρη», Αισχύλ.)2. κατοικία, σπίτι (α. «τού παρέχει στέγη και τροφή» β. «νύμφη και ανδραδέλφη υπό την αυτήν στέγην», Παπαδ.γ. «ἰὼ μέλαθρα βασιλέων, φίλαι στέγαι», Αισχύλ.)νεοελλ.1. κάλυμμα κάθε είδους περίκλειστου χώρου με προορισμό την προστασία τών εντός τού χώρου προσώπων ή αγαθών («στέγη δεξαμενών»)2. χώρος, οίκημα για φιλοξενία ή για περίθαλψη («στέγη φοιτητική»)3. φρ. α) «στέγη απλή επικλινής» ή «στέγη μονόρριχτη» — στέγη από την οποία η ροή τού βρόχινου νερού γίνεται προς τη μία μόνο πλευρά τής οικοδομήςβ) «στέγη διπλή επικλινής» ή «στέγη δίρριχτη» — στέγη με δύο κεκλιμένα επίπεδα που συναντώνται σε αμβλεία γωνίαγ) «στέγη επίπεδη» — στέγη με ελαφρότατη μόνο κλίση για τα νερά τής βροχήςδ) «εγκατάλειψη στέγης»(νομ.) η αποχώρηση τού ενός από τους συζύγους από την κατοικία τους ως λόγος διαζυγίουαρχ.1. δωμάτιο σπιτιού2. στεγασμένη στοά3. όροφος, πάτωμα οικίας4. κατάστρωμα πλοίου5. σκηνή6. φωλιά λαγού7. στον πληθ. αἱ στέγαια) το σπίτιβ) οι επάνω όροφοι πολυώροφης οικοδομής8. φρ. «ἐκ κατώρυχος στέγης» — από τον τάφο (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ- τού στέγω* + κατάλ. -η (πρβλ. σκέπ-η). Η Λατινική δανείστηκε τον τ. stega].
Dictionary of Greek. 2013.